χαμαιεύνης

χαμαιεύνης
χαμαιεύνη
fem gen sg (attic epic ionic)
χαμαιεύνης
lying
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαμαιεύνης — ὁ, Α βλ. χαμεύνης …   Dictionary of Greek

  • χαμαιευνάδας — χαμαιεύνης lying fem acc pl χαμαιευνάς lying fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιευνάδες — χαμαιεύνης lying fem nom/voc pl χαμαιευνάς lying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιευνάδος — χαμαιεύνης lying fem gen sg χαμαιευνάς lying fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιευνάδων — χαμαιεύνης lying fem gen pl χαμαιευνάς lying fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιευνάς — χαμαιεύνης lying fem nom sg χαμαιευνάς lying fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιεῦναι — χαμαιεύνης lying masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιεύνας — χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνη fem gen sg (doric aeolic) χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc acc pl χαμαιεύνᾱς , χαμαιεύνης lying masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • χαμαικοίτης — ὁ, Α χαμαιεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι κοίτης, πεδο κοίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”